περιέλθῃ

περιέλθῃ
περϊέλθῃ , περιέρχομαι
go round
aor subj mid 2nd sg
περϊέλθῃ , περιέρχομαι
go round
aor subj act 3rd sg
περϊέλθῃ , περιέρχομαι
go round
aor subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιέλθηι — περϊέλθῃ , περιέρχομαι go round aor subj mid 2nd sg περϊέλθῃ , περιέρχομαι go round aor subj act 3rd sg περϊέλθῃ , περιέρχομαι go round aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιέρχομαι — ΝΜΑ 1. κινούμαι γύρω ή ανάμεσα σε έναν χώρο ή μια περιοχή (α. «περιέρχομαι τις αρχαιότητες» β. «θα περιέλθει δίσκος για τους φτωχούς» γ. «περιέρχονται κατὰ τὴν ἀγοράν», Πλάτ.) 2. φτάνω, καταλήγω κάπου (α. «η περιουσία του περιέρχεται στο Δημόσιο» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”